Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Η αμαζόνα Σεβάς Χανούμ ( ΣΕΒΑΣΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ) Αδικημένη ερμηνεύτρια του εγχώριου μας ρεμπέτικου .




Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΟΝΑ

Από όσα επίθετα της είχαν χαρίσει, αυτή διάλεγε μια λέξη -αμαζόνα, για να πει ποια είναι. Προφανώς δεν χόρταινε να είναι ελεύθερη και να ταξιδεύει πάνω σε άλογα πάθη. Ισως αυτή η λέξη που χρησιμοποιούσε για τον εαυτό της να ήταν η αιτία που δεν ηχογράφησε παρά μόνο ελάχιστα τραγούδια σε δίσκο.

Το 1983 διάβασα στην εφημερίδα πως η τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ είναι ανήμπορη και μένει στη Θεσσαλονίκη. Βρήκα από τον ΟΤΕ το τηλέφωνό της και πήγα το ίδιο απόγευμα που έφτανα στην πόλη. Εμενε στη Νεάπολη σε ένα δίπατο σπίτι - στον επάνω όροφο.

Το σπίτι της ήταν το σπίτι που οι Ελληνες έκτιζαν για να κλείσουν τα όνειρά τους. Παρελθόν και μέλλον στο ίδιο κάδρο. Κορδέλες από μαθητικά μαλλιά και φωτογραφίες από το Αμέρικα -Εδώ η Σεβάς Χανούμ παρακολουθεί την λιτανεία του επιταφίου στη Νέα Υόρκη, λάβαρα, σημαίες, γραβάτες, παλτά, κεριά και ιερείς να προηγούνται. Πίσω η Σεβάς με μαντίλι καλαματιανό.

Αρχισε αργά, καθώς ο καφές άχνιζε. Γεννήθηκα στα Κοκκινόγεια.από Πόντιους και ήρθαμε από την Σαμψούντα, το 1922, στη Δράμα. Βγήκαμε στον Πειραιά πρώτα, οι γονείς μου ήρθαν και έμειναν στη Δράμα. Εγώ γεννήθηκα το 1931. Είμαι από καλή γενιά. Σχολείο πήγα μέχρι την πρώτη δημοτικού. Ισα που έμαθα να γράφω το όνομά μου...

Τι χρειαζόταν τα πτυχία και τα αγγλικά; Αυτή ήταν αλλού ταγμένη. Γυναίκα και τραγουδίστρια τα χρόνια εκείνα ήταν επικίνδυνο πράγμα. Προχωρημένο. Ερχονται στη Θεσσαλονίκη, στη γειτονιά αυτή που μιλάμε. Τότε αλλιώς. Κι αρχίζει να ακούει τα λόγια των τραγουδιών από τα λόγια των ανθρώπων. Θέλει να είναι δίπλα στο μικρόφωνο και ξεκινάει -όπως όλες- από το «ελαφρύ» τραγούδι -η μίμηση της Δύσης.

Κάποια στιγμή φτάνει στα θηρία της πλατείας Βάθη, στο καφενείο του Μάριου, μπορεί εύκολα να κυλήσει στο θέμα των τραγουδιών -περιγράφουν μια τέτοια ζωή- αλλά αυτή δεν είναι για τα εύκολα. Είναι για τα δύσκολα. Οταν στου Τζίμη του Χοντρού η Νίνου δεν την θέλει δίπλα της, αυτή την χτυπάει στου Μάριου το καφέ. Δύο γυναίκες που τσακώνονται, σαν αγγείο στο μουσείο, δεύτερη αίθουσα, να φαίνεται από το φως του ήλιου. Τι σας έκανα και θέλετε να πεινάσω αφού μένω χωρίς δουλειά δίπλα σας; Λέει στη Νίνου, αυτή, μια ξένη στην Αθήνα.

Λένε πως κάπνιζε μακριά, χοντρά τσιγάρα με άνθη του Κακού. Πως ήταν ευέξαπτη και αγαπούσε τα μαύρα. Μοιραία θα γνωρίσει τον Καζαντζίδη. Παραλίγο να τον παντρευτεί. Το όνειρο κάθε γυναίκας τραγουδίστριας. Ενας Χριστός αυτός, Πόντιος, που έπεσε, όπως τα αγάλματα, στη γη. Και κει τον βρήκε. Πρόσωπο που μόλις έχει ξυριστεί και φτιάχνει στον καθρέφτη το μουστάκι και το στόμα μυρίζει κρασί και άνηθο.

Γνωρίζει τον Χιώτη και τραγουδά το «Φτωχοκάλυβο» -προτού δοθεί αντιπαροχή. Από όλα τα χρόνια αυτά κρατά κάτι ταφτάδες και ένα ζευγάρι μαύρα τακούνια και γυρίζει στην κάμαρή της, καθώς νέες φωνές, νέα συμβόλαια καίνε τα παλιά, δικά της. Ανασαίνει βαριά, κλαίει εύκολα, μιλά για τις αρρώστιες της. Το γραφτό της.

Ακόμα μια νύχτα την άκουσα να μου μιλάει από το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στον Πειραιά, όπου είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη, για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ για το ρεμπέτικο. Η φωνή της γλυκιά, χαμένη μέσα σε μια παραζάλη, με το τηλέφωνο στο χέρι, με πήγε ένα ταξίδι αργά τη νύχτα.

Ζει άλλα επτά χρόνια και το Μάιο του 1990 από πτώση στην άσφαλτο -είχε βγει από του Παπανικολάου, άρρωστη ένα χρόνο εκεί - πήγαινε να φτιάχνει τα δόντια της, για να ξανατραγουδήσει, δεν άντεξε στη σκηνή, πεθαίνει.

Εγινεν η κηδεία της. Πτωχοτάτη. 30 άτομα. Η γειτονιά. Τρία στεφάνια. Το ένα του Δήμου Νεάπολης. Του Δήμου όπου ετελεύτησεν το βίο της αυτή η νυχτερινή αμαζόνα, Σεβάς Χανούμ, της οδού των αργών τραγουδιών που σβήνουν στο βάθος του δρόμου.ΕΝΕΤ.GR

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

1989 Ηταν μονη στο παπανικολαου ξεχασμενη απο ολους με μονη συντροφια παλιες φωτογραφιες σε ενα μικρο πορτοφολι και πηγαινε στον θαλαμο το πατερα μου και τραγουδουσε για να φευγει λιγο ο πονος ποιος ξερει ο πονος τον αλλον η ο δικος της